- θυμιατεύω
- θῡμι-ᾱτεύω,A fumigate, τὴν ἐκκλησίαν Sch.Aeschin.1.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμιατεύω — (Α) θυμιατίζω («θυμιατεύω τὴν ἐκκλησίαν», Σχόλ. Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια τός (< θυμιάω, ώ) + κατάλ. εύω, πρβλ. κλητ εύω, φιλητ εύω] … Dictionary of Greek
θυμιατεύσας — θυμιατεύσᾱς , θυμιατεύω fumigate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)